- φιλοκόσμιος
- φῐλο-κόσμιος, ον,A fond of orderly behaviour,
εἰς γυναῖκας Cat.Cod.Astr.2.171
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰς γυναῖκας Cat.Cod.Astr.2.171
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκόσμιος — ον, Α αυτός που αγαπά την κόσμια συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κόσμιος «ευπρεπής»] … Dictionary of Greek